- ορνιθομανώ
- ὀρνιθομανῶ, -έω (Α) [ορνιθομανής]αγαπώ υπερβολικά τα πουλιά.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὀρνιθομανῶ — ὀρνῑθομανῶ , ὀρνιθομανέω to be bird mad pres subj act 1st sg (attic epic doric) ὀρνῑθομανῶ , ὀρνιθομανέω to be bird mad pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-μανώ — (AM μανῶ) β συνθετικό ρημάτων που σημαίνουν έντονη ενέργεια ή διάθεση για κάτι, από αρχ. και μετγν. σύνθετα σε μανής* (πρβλ. ξενομανώ < ξενομανής, θηλυμανώ < θηλυμανής).Σύνθετα σε μανώ: ερωτομανώ, λυσσομανώ αρχ. ανδρομανώ, ασελγομανώ,… … Dictionary of Greek